-
1 καρύδι
τό1) орех (грецкий);2) адамово яблоко, кадык;3) коробочка хлопка;§ κούφια καρύδια — болтовня, вздор, глупости;
αυτό είναι σκληρό καρύδι — это твёрдый орешек, это очень трудная задача;
αυτό το καρύδι δεν είναι γιά τα δόντια σου — этот орешек тебе не по зубам;
θα σού στρίψω το καρύδι — я тебе шею сверну;
κάθε καρύδιας καρύδι — каждой твари по паре (о людях)
См. также в других словарях:
καρύδι — το 1. ο καρπός της καρυδιάς: Φέτος οι καρυδιές δεν είχαν πολλά καρύδια. 2. η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό: Θα σου στρίψω το καρύδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)